Skip to main navigation Skip to main content Skip to page footer

Εργαστήριο Ψυχογλωσσολογίας & Νευρογλωσσολογίας

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ-ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΙΑ

FAQ
Τι είναι η διγλωσσία;
Η διγλωσσία (bilingualism ο όρος στα αγγλικά) είναι η ικανότητα ενός ατόμου να καταλαβαίνει, να μιλάει, να χρησιμοποιεί και να επικοινωνεί σε δύο γλώσσες. Με άλλα λόγια, η διγλωσσία είναι η συνύπαρξη δύο γλωσσικών συστημάτων στο ίδιο άτομο.
Τι είναι η πολυγλωσσία;
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γλωσσικά συστήματα που μπορεί να συνυπάρχουν σε ένα άτομο είναι περισσότερα από δύο, οπότε μιλάμε για πολυγλωσσία (multilingualism ο όρος στα αγγλικά).
Πόσο διαδεδομένη είναι η διγλωσσία/πολυγλωσσία;
Η διγλωσσία-πολυγλωσσία είναι πολύ συχνό φαινόμενο στις σύχρονες κοινωνίες, κυρίως λόγω της παγκοσμιοποίησης που παρατηρείται αλλά και των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών που έχουν σημειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Όλες οι περιπτώσεις διγλωσσίας είναι ίδιες;
Υπάρχουν διάφορες μορφές διγλωσσίας, οι οποίες καθορίζονται με βάση ορισμένα κριτήρια σχετικά με την εκμάθηση της πρώτης γλώσσας (Γ1) και της δεύτερης γλώσσας (Γ2).
  • Με βάση την ηλικία πρώτης έκθεσης στη Γ2 διακρίνονται δύο τύποι διγλωσσίας: η ταυτόχρονη (simultaneous bilingualism) και η διαδοχική (consecutive bilingualism). Η ηλικία κατάκτησης της Γ2 συνήθως επιφέρει και μια επιπλέον διαφοροποίηση ως προς τον βαθμό κατοχής της στο δίγλωσσο άτομο, δηλαδή το πόσο καλά μιλά τη Γ2.
    • ➤ Η ταυτόχρονη διγλωσσία είναι μια κατάσταση στην οποία το παιδί εκτίθεται σε δύο γλώσσες από τη γέννησή του και μαθαίνει να τις μιλά και τις δύο. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως μιλάμε για δύο μητρικές γλώσσες (2Γ1). Παράδειγμα ταυτόχρονης διγλωσσίας είναι τα παιδιά από μεικτούς γάμους, όπου η μητέρα από τη στιγμή της γέννησης του παιδιού μιλάει τη δική της Γ1, π.χ. αγγλικά, ενώ ο πατέρας τη δική του Γ1, π.χ. ελληνικά.
    • ➤ Η διαδοχική διγλωσσία αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο ομιλητής έχει αρχίσει πρώτα να κατακτά τη μητρική του γλώσσα και στη συνέχεια μαθαίνει μια Γ2. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις παιδιών μεταναστών που αλλάζουν τόπο διαμονής μετά το τρίτο περίπου έτος της ηλικίας τους.
    • Αναφορικά με τη διαδοχική διγλωσσία, οι ερευνητές δεν συμφωνούν ως προς το ηλικιακό όριο έκθεσης του παιδιού στη Γ2. Μερικοί ορίζουν τη διαδοχική διγλωσσία πολύ αυστηρά και θεωρούν ότι εάν ένα παιδί δεν εκτεθεί από τη γέννησή του και στις δύο γλώσσες, τότε θεωρείται διαδοχικά και όχι ταυτόχρονα δίγλωσσο, ακόμη κι αν η έκθεση στη Γ2 ξεκινήσει στην ηλικία των 2 ετών. Αυτοί οι ερευνητές διακρίνουν ανάμεσα στην πρώιμη (επαφή με τη Γ2 από την ηλικία των 1-3 ετών) και την ύστερη (επαφή με τη Γ2 από την ηλικία των 4-7 ετών) διαδοχική διγλωσσία.
  • Με βάση την ικανότητα που έχει το δίγλωσσο άτομο στις δύο γλώσσες διακρίνονται δύο τύποι διγλωσσίας, η αμφιδύναμη ή ισόρροπη (balanced) και η κυρίαρχη ή ανισοβαρής (dominant).
    • ➤ Η αμφιδύναμη ή ισόρροπη διγλωσσία αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου το δίγλωσσο άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί εξίσου καλά τις δύο γλώσσες.
    • ➤ Η κυρίαρχη ή ανισοβαρής διγλωσσία αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το δίγλωσσο άτομο γνωρίζει και χρησιμοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό τη μία γλώσσα, την κυρίαρχη ή ισχυρή, η οποία υπερτερεί έναντι της άλλης. Η γλωσσική κυριαρχία, δηλαδή η υπεροχή της μίας γλώσσας έναντι της άλλης, ενδέχεται να αλλάξει κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου ένας δίγλωσσος ομιλητής που μεγαλώνει στην Ελλάδα και μιλάει ελληνικά και αγγλικά με κυρίαρχη γλώσσα την ελληνική, μεταβεί στην Αγγλία για σπουδές ή εργασία και στη συνέχεια παραμείνει εκεί.
Μύθοι και αλήθειες
Υπάρχουν διάφοροι μύθοι γύρω από τη διγλωσσία που δεν ανταποκρίνονται στα ευρήματα που έχουμε πλέον από τη σύγχρονη έρευνα. Ένας τέτοιος μύθος είναι ότι οι γλωσσικές και οι γνωστικές δεξιότητες των δίγλωσσων παιδιών καθυστερούν να αναπτυχθούν. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι παρότι τα δίγλωσσα παιδιά αρχίζουν να μιλούν αργότερα από τα μονόγλωσσα, η καθυστέρηση αυτή είναι μέσα σε ένα φυσιολογικό όριο 8-15 μηνών, ενώ ανάλογες αποκλίσεις παρατηρούνται και στη γλωσσική ανάπτυξη των μονόγλωσσων παιδιών. Μάλιστα τα δίγλωσσα παιδιά έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα μονόγλωσσα σε τεστ ανίχνευσης γνωστικών δεξιοτήτων, ενώ σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι η μη λεκτική νοημοσύνη τους είναι ανώτερη από αυτή των μονόγλωσσων συνομηλίκων τους. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό στη βιβλιογραφία ως γνωστική υπεροχή (cognitive advantage ο όρος στα αγγλικά) του δίγλωσσου ατόμου. Τα πλεονεκτήματα τού να μεγαλώνει κανείς δίγλωσσος είναι πολλά. Οι δίγλωσσοι ομιλητές μαθαίνουν νέες λέξεις με μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι οι μονόγλωσσοι, μπορούν να διαχωρίζουν με περισσότερη άνεση τους φθόγγους που αποτελούν μια λέξη, βρίσκουν πιο εύκολα λύσεις σε προβλήματα, ενώ μπορούν να σχετίζονται και να καταλάβουν με μεγαλύτερη ευκολία την οπτική ενός άλλου ατόμου. Επιπλέον, σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι τα δίγλωσσα άτομα καθυστερούν να εμφανίσουν άνοια σε σχέση με τα μονόγλωσσα.
Η έρευνα για τη διγλωσσία/πολυγλωσσία στο Εργαστήριο Ψυχολογλωσσολογίας και Νευρογλωσσολογίας
Στο Εργαστήριο Ψυχογλωσσολογίας και Νευρογλωσσολογίας μελετάμε:
  • ➤ πώς αναπτύσσονται οι δύο γλώσσες στα δίγλωσσα παιδιά,
  • ➤ πώς αλληλεπιδρούν οι γλωσσικές με τις γνωστικές τους δεξιότητες,
  • ➤ ποιος είναι ο ρόλος των γλωσσικών ερεθισμάτων που λαμβάνει το παιδί από το περιβάλλον του,
  • ➤ πώς αναπτύσσεται η γλώσσα σε περιπτώσεις παιδιών με διαταραχές στη γλώσσα και την επικοινωνία που μεγαλώνουν σε δίγλωσσο/πολύγλωσσο περιβάλλον,
  • ➤ τη διγλωσσία στο πλαίσιο όπου η δεύτερη γλώσσα είναι γλώσσα μειοψηφίας και μαθαίνεται ως γλώσσα πολιτισμικής κληρονομιάς (heritage language ο όρος στα αγγλικά) από τα παιδιά μεταναστών δεύτερης ή τρίτης γενιάς,
  • ➤ τη γλώσσα σε κωφούς ανθρώπους που χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα (και άρα είναι δίγλωσσοι)